τρύγγας

τρύγγας
(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. τού πύγαργος].
————————
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus τής οικογένειας σκολοπακίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τύϊγγα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρνιθάριόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τον τ. τρύγγας, εκτός αν πρέπει να αναγνωστεί ἴυγγα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”