- τρύγγας
- (I)ὁ, Αείδος ζώου, ο πύγαργος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. τού πύγαργος].————————(II)ο, Νζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus τής οικογένειας σκολοπακίδες.
Dictionary of Greek. 2013.